ἅρσεν

ἅρσεν
ἄρσεν , ἄρσην
NT
neut nom/voc/acc sg
ἔρσεν , ἄρσην
NT
neut nom/voc/acc sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄρσεν — ἄρδω water aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἄρσην NT neut nom/voc/acc sg ἀραρίσκω join aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρσεν' — ἄρσενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl ἄρσενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg ἄρσενι , ἄρσην NT dat sg ἄρσενε , ἄρσην NT nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сретение Господне — Статья  о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Громницы «Сретение». Дуччо, «Маэста» …   Википедия

  • Арсений — У слова «Арсений» есть и другие значения: см. Арсений (значения). Запрос «Арсен» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Арсений греческое Род: муж. Этимологическое значение: «мужской, мужественный» Отчество: Арсеньевич, А …   Википедия

  • -άδες — (I) κατάλ. πληθ. αρσεν. ουσ. σε ας και ης, π.χ. παπάς παπ άδες, ψάλτης ψαλτ άδες, φαγάς φαγ άδες, μαθητής μαθητ άδες κ.ά. Η κατάλ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε αντί τής κατάλ. ες σε ονόματα που τελείωναν σε ας, αργότερα δε επεκτάθηκε και στα λήγοντα σε …   Dictionary of Greek

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • -ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… …   Dictionary of Greek

  • -ωμα — ΝΜΑ κατάληξη ουδέτερων ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / ῶ, όω (πρβλ. μίσθ ωμα, στίλβ ωμα). Η κατάληξη αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων ακόμη και αν δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε ῶ / όω (πρβλ. ἀρσέν… …   Dictionary of Greek

  • αγαπώς — και ός, ο, ώ, η αγαπημένος, εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος δημιουργήθηκε από ιδιάζουσα σύνταξη τού ρ. αγαπώ με την αιτ. τού άρθρου που είχε αναφορική σημασία. Η σύνταξη αυτή απαντά ήδη από τον 15ο αιώνα σε δημοτικά τραγούδια, π. χ. «τον αγαπώ (= αυτόν …   Dictionary of Greek

  • εντίκτω — ἐντίκτω (Α) 1. γεννώ κάπου («δόμοις τοῑσδ ἄρσεν ἐντίκτω κόρον», Ευρ.) 2. δημιουργώ, παράγω, εμπνέω («ἔχθρας ὄγκον μέγαν ἐντίκτουσαι», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”